κερουχίς

κερουχίς
κερουχίς, ίδος, pecul. fem. of sq.,
A

αἶγες Theoc.5.145

([full] κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, [full] κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερουχίς — κερουχίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κερούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερ ούχος* + κατάλ. ίς, πρβλ. εν υδρ ίς, εχιν ίς] …   Dictionary of Greek

  • κερουχίδες — κερουχίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερουλίς — και κερουλκίς ίδος, ἡ (Α) εσφ. γρφ. κερουχίς* …   Dictionary of Greek

  • κερούχος — ο (Α κεροῡχος, ον, Α θηλ. και κερουχίς, ίδος) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχος σχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση του αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῡχος», Βαβρ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”